- Αἰτωλούς
- Αἰτωλόςmasc acc plΑἰτωλοίmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
ναβίς — (; – 192 π.Χ.). Τύραννος της Σπάρτης, απόγονος ίσως του έκπτωτου βασιλιά Δημάρατου. Το 207 π.Χ. κατέλαβε με τους μισθοφόρους του την εξουσία και εγκαθίδρυσε στη Σπάρτη τυραννίδα. Ακολούθησε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα κοινωνικής εξίσωσης του… … Dictionary of Greek
Αινιάνες — Ένα από τα φύλα της αρχαίας Ελλάδας. Πρωτοεμφανίζονται την εποχή του Τρωικού πολέμου ως Ενιήνες, στο πλευρό των Ελλήνων με 22 πλοία και με αρχηγό τον Γουνέα. Στην αρχή έμεναν κοντά στην αρχαία Δωδώνη, αλλά κατά την επιδρομή των Θεσσαλών και την… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θέρμου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θέρμου χτίστηκε το 1909, μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, που ήρθε στο φως με τις ανασκαφές που ξεκίνησαν στην περιοχή του Θέρμου τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. Το ιερό του Απόλλωνα στο Θέρμο ήταν ιερός χώρος όλων των… … Dictionary of Greek
Αιτωλαρχία — Αἰτωλαρχία, η (Α) η αρχή, η εξουσία επάνω στους Αιτωλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αἰτωλὸς + ἄρχω] … Dictionary of Greek
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
Κουρήτες — Μυθολογικοί δαίμονες, οι οποίοι αποτελούσαν την ακολουθία της Ρέας. Κατάγονταν πιθανότατα από την Κρήτη και ήταν θεότητες που προστάτευαν τα ζώα και την αγροτική ζωή. Κατόπιν συνδέθηκαν με τον μύθο που σχετίζεται με τη γέννηση και την ανατροφή… … Dictionary of Greek
αιτωλικός — ή, ό (Α αἰτωλικός, ή, όν) [Αἰτωλός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αιτωλία ή στους Αιτωλούς … Dictionary of Greek
λυσίμαχος — I (Πέλλα 361 – Κύρου πεδίον, Φρυγία Μικράς Ασίας 281 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός, ηγεμόνας (323 305 π.Χ.) και κατόπιν βασιλιάς της Θράκης (305 281) και της Μακεδονίας (286 281). Ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στην Ασία ως σωματοφύλακάς του, όπου… … Dictionary of Greek